συγκεντροποίηση

συγκεντροποίηση
[-ις (-εως)] η централизация;

συγκεντροποίηση του κεφαλαίου эк — централизация капитала


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "συγκεντροποίηση" в других словарях:

  • συγκεντροποίηση — η, Ν 1. συνένωση επιμέρους πραγμάτων σε ενιαίο σύνολο, υπαγωγή στο ίδιο κέντρο, συγκέντρωση 2. φρ. «συγκεντροποίηση κεφαλαίου» (κατά τη μαρξιστική θεωρία) συνένωση επιμέρους κεφαλαίων υπό ενιαίο έλεγχο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συγκεντρώνω + ποίηση (<… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»